χηνιδεύς

χηνιδεύς
χην-ῐδεύς, έως, ,
A gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδεῖς — χηνιδεύς gosling masc acc pl χηνιδεύς gosling masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκτιδεύς — ( έως), ο το νεογνό της αρκούδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + (πατρωνυμικό επίθημα) ιδεύς, το οποίο δηλώνει κυρίως τα νεογνά ζώων (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, χηνιδεύς κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδής — οῡς, ὁ, Α βλ. χηνιδεύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”